χαμαικοιτία

χαμαικοιτία
και εσφ. γρφ. χαμαικοιτεία, ἡ, Α [χαμαικοίτης]
το να κοιμάται κανείς καταγής, στο έδαφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαμαικοιτία — χαμαικοιτίᾱ , χαμαικοιτία a lying fem nom/voc/acc dual χαμαικοιτίᾱ , χαμαικοιτία a lying fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαικοιτίας — χαμαικοιτίᾱς , χαμαικοιτία a lying fem acc pl χαμαικοιτίᾱς , χαμαικοιτία a lying fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαικοιτίαν — χαμαικοιτίᾱν , χαμαικοιτία a lying fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαικοιτεία — ἡ, Α (εσφ. γρφ.) βλ. χαμαικοιτία …   Dictionary of Greek

  • ԳԵՏՆԱԽՇՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0541 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 12c գ. χαμευνία, χαμαικοιτία chameunia, humi cubatio ՆՆջելն ʼի վերայ մերկ գետնոյ. հող վըրայ պառկիլը. *Զգեստնախշտութիւնսն, զտքնութիւնսն. Ածաբ. մկրտ.: *Ի գետնախշտութիւնս, եւ ʼի խոկմունս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”